Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐΰσσελμος
ἐΰσσωτρος
ἐϋσταθής
ἐϋστέφανος
ἐΰστρεπτος
ἐϋστρεφής
ἐΰστροφος
εὖτε
εὐτείχεος
ἐΰτμητος
ἐϋτρεφής
ἐΰτρητος
ἐΰτριχας
ἐΰτροχος
εὔτυκτος
εὐφημέω
εὐφραδέως
εὐφραίνω
ἐϋφρονέων
εὐφροσύνη
εὔφρων
View word page
ἐϋτρεφής

[ἐϋ- 1 + τρέφω.]

Well-fed, plump: ὄϊες Od. 9.425, αἰγός Od. 14.530.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐϋτρεφής
Headword (normalized):
ἐϋτρεφής
Headword (normalized/stripped):
ευτρεφης
IDX:
4292
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4293
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐϋ- 1 + τρέφω.]</p> <p>Well-fed, plump: ὄϊες Od. 9.425, αἰγός Od. 14.530.</p>'}