Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
εὐρύπορος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρύς
εὐρυσθενής
εὐρυφυής
εὐρύχορος
εὐρώεις
εὑρών
ἐύς
εὗσε
ἐΰσκαρθμος
εὔσκοπος
ἐΰσσελμος
ἐΰσσωτρος
ἐϋσταθής
ἐϋστέφανος
ἐΰστρεπτος
ἐϋστρεφής
ἐΰστροφος
εὖτε
View word page
εὗσε
3 sing. aor. εὕω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὗσε
Headword (normalized):
εὗσε
Headword (normalized/stripped):
ευσε
IDX:
4279
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4280
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. εὕω.</p>'}