Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εὐρύνω
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπορος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρύς
εὐρυσθενής
εὐρυφυής
εὐρύχορος
εὐρώεις
εὑρών
ἐύς
εὗσε
ἐΰσκαρθμος
εὔσκοπος
ἐΰσσελμος
ἐΰσσωτρος
ἐϋσταθής
ἐϋστέφανος
ἐΰστρεπτος
View word page
εὐρώεις

-εντος

[εὐρώς, mould.]

Dank: οἰκία [Ἄϊδος] Od. 3.65. Cf. Od. 10.512, Od. 23.322, Od. 24.10.

ShortDef

mouldy, dank

Debugging

Headword:
εὐρώεις
Headword (normalized):
εὐρώεις
Headword (normalized/stripped):
ευρωεις
IDX:
4276
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4277
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος</p> <p>[εὐρώς, mould.]</p> <p>Dank: οἰκία [Ἄϊδος] Od. 3.65. Cf. Od. 10.512, Od. 23.322, Od. 24.10.</p>'}