Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εὑρίσκω
Εὖρος
εὖρος
ἐϋρραφής
ἐϋρρεής
ἐϋρρείτῃς
ἐΰρροος
εὐρυάγυια
εὐρυκρείων
εὐρυμέτωπος
εὐρύνω
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπορος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρύς
εὐρυσθενής
εὐρυφυής
εὐρύχορος
εὐρώεις
View word page
εὐρύνω

[εὐρύς.]

3 pl. aor. εὔρυναν.

ShortDef

to broaden

Debugging

Headword:
εὐρύνω
Headword (normalized):
εὐρύνω
Headword (normalized/stripped):
ευρυνω
IDX:
4266
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4267
Key:

Data

{'content': '<p>[εὐρύς.]</p> <p>3 pl. aor. εὔρυναν.</p>'}