Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐΰννητος
εὐνομίη
εὔξεστο
εὔξεστος
εὔξοος
ἔϋξος
εὔορμος
εὐπατέρεια
εὔπεπλος
εὐπηγής
εὔπηκτος
ἐΰπλειος
ἐϋπλεκής
εὔπλεκτος
εὐπλοίη
εὐπλόκαμος
ἐϋπλυνής
εὐποίητος
εὔπρηστος
εὔπρυμνος
εὔπυργος
View word page
εὔπηκτος
ἐΰπηκτος
-ον
[εὐ-, ἐϋ- 1 + πηκ-, πήγνυμι.]
ShortDef
well-built
Debugging
Headword:
εὔπηκτος
Headword (normalized):
εὔπηκτος
Headword (normalized/stripped):
ευπηκτος
IDX:
4243
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4244
Key:
Data
{'content': '<p>ἐΰπηκτος</p> <p>-ον</p> <p>[εὐ-, ἐϋ- 1 + πηκ-, πήγνυμι.]</p>'}