Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εὐνῆθεν
εὖνις
ἐΰννητος
εὐνομίη
εὔξεστο
εὔξεστος
εὔξοος
ἔϋξος
εὔορμος
εὐπατέρεια
εὔπεπλος
εὐπηγής
εὔπηκτος
ἐΰπλειος
ἐϋπλεκής
εὔπλεκτος
εὐπλοίη
εὐπλόκαμος
ἐϋπλυνής
εὐποίητος
εὔπρηστος
View word page
εὔπεπλος

ἐΰπεπλος

-ον

[εὐ-, ἐϋ- 5 + πέπλος.]

ShortDef

beautifully robed

Debugging

Headword:
εὔπεπλος
Headword (normalized):
εὔπεπλος
Headword (normalized/stripped):
ευπεπλος
IDX:
4241
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4242
Key:

Data

{'content': '<p>ἐΰπεπλος</p> <p>-ον</p> <p>[εὐ-, ἐϋ- 5 + πέπλος.]</p>'}