Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλεγεινός
ἀλεγίζω
ἀλεγύνω
ἀλέγω
ἀλεείνω
ἀλέα
ἀλέα
ἀλείατα
ἀλείς
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλεν
ἀλέν
ἀλεξάνεμος
ἀλεξητήρ
ἀλεξίκακος
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἅλεται
View word page
ἀλείτης

-ου, ὁ

[ἀλετεῖν,

aor. infin. ἀλιταίνω.]

ShortDef

one who flees from punishment, a culprit, a sinner

Debugging

Headword:
ἀλείτης
Headword (normalized):
ἀλείτης
Headword (normalized/stripped):
αλειτης
IDX:
423
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.424
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ἀλετεῖν,</p> <p>aor. infin. ἀλιταίνω.]</p>'}