Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εὐμενέτης
εὔμηλος
ἐϋμμελίης
εὐνάζω
εὐνάω
εὐνή
εὐνῆθεν
εὖνις
ἐΰννητος
εὐνομίη
εὔξεστο
εὔξεστος
εὔξοος
ἔϋξος
εὔορμος
εὐπατέρεια
εὔπεπλος
εὐπηγής
εὔπηκτος
ἐΰπλειος
ἐϋπλεκής
View word page
εὔξεστο

3 sing. aor. εὔχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔξεστο
Headword (normalized):
εὔξεστο
Headword (normalized/stripped):
ευξεστο
IDX:
4235
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4236
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. εὔχομαι.</p>'}