Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
εὐειδής
εὐεργεσίη
εὐεργής
εὐεργός
εὐερκής
ἐΰζυγος
εὔζωνος
εὐηγενής
εὐηγεσίη
εὐήκης
εὐήνωρ
εὐήρης
εὐηφενής
ἐΰθριξ
ἐΰθρονος
εὔθυμος
εὐκαμπής
εὐκέατος
εὔκηλος
ἐϋκλεής
ἐϋκλείη
View word page
εὐήνωρ
-ορος
[εὐ- 3 + ἀνήρ.]
ShortDef
man-exalting, glorious
Debugging
Headword:
εὐήνωρ
Headword (normalized):
εὐήνωρ
Headword (normalized/stripped):
ευηνωρ
IDX:
4204
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4205
Key:
Data
{'content': '<p>-ορος</p> <p>[εὐ- 3 + ἀνήρ.]</p>'}