Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔτυχες
ἐτύχησε
ἐτύχθη
ἐτώσιος
εὖ
εὑ
εὐαγγέλιον
εὔαδε
εὐανθής
εὔβοτος
εὖγμα
ἐΰγναμπτος
εὐδείελος
εὐδικίη
εὔδμητος
εὕδω
εὐειδής
εὐεργεσίη
εὐεργής
εὐεργός
εὐερκής
View word page
εὖγμα
-ατος, τό
[εὐγ-, εὔχομαι.]
ShortDef
a boast, vaunt
Debugging
Headword:
εὖγμα
Headword (normalized):
εὖγμα
Headword (normalized/stripped):
ευγμα
IDX:
4188
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4189
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[εὐγ-, εὔχομαι.]</p>'}