Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔτευξα
ἔτης
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτίναξε
ἔτισε
ἔτλην
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἔτορε
ἔτος
ἔτραπε
ἔτραφε
ἔτραφεν
ἔτρεσε
ἔτρεψε
ἔτυμος
ἐτύπη
ἔτυχες
ἐτύχησε
ἐτύχθη
View word page
ἔτος

τό (ϝέτος. Cf. L. vetus). A year

ShortDef

a year

Debugging

Headword:
ἔτος
Headword (normalized):
ἔτος
Headword (normalized/stripped):
ετος
IDX:
4170
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4171
Key:

Data

{'content': '<p>τό (ϝέτος. Cf. L. vetus). A year</p>'}