Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐτέτυκτο
ἔτευξα
ἔτης
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτίναξε
ἔτισε
ἔτλην
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἔτορε
ἔτος
ἔτραπε
ἔτραφε
ἔτραφεν
ἔτρεσε
ἔτρεψε
ἔτυμος
ἐτύπη
ἔτυχες
ἐτύχησε
View word page
ἔτορε
3 sing. aor. τορέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔτορε
Headword (normalized):
ἔτορε
Headword (normalized/stripped):
ετορε
IDX:
4169
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4170
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τορέω.</p>'}