Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑτέρωσε
ἐτέταλτο
ἐτετεύχατο
ἔτετμε
ἐτέτυκτο
ἔτευξα
ἔτης
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτίναξε
ἔτισε
ἔτλην
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἔτορε
ἔτος
ἔτραπε
ἔτραφε
ἔτραφεν
ἔτρεσε
ἔτρεψε
View word page
ἔτισε

3 sing. aor. τίω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔτισε
Headword (normalized):
ἔτισε
Headword (normalized/stripped):
ετισε
IDX:
4165
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4166
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. τίω.</p>'}