Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἕτερος
ἐτέρφθησαν
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἐτέταλτο
ἐτετεύχατο
ἔτετμε
ἐτέτυκτο
ἔτευξα
ἔτης
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτίναξε
ἔτισε
ἔτλην
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἔτορε
ἔτος
View word page
ἔτευξα
aor. τεύχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔτευξα
Headword (normalized):
ἔτευξα
Headword (normalized/stripped):
ετευξα
IDX:
4160
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4161
Key:
Data
{'content': '<p>aor. τεύχω.</p>'}