Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑτερήμεροι
ἕτερος
ἐτέρφθησαν
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἐτέταλτο
ἐτετεύχατο
ἔτετμε
ἐτέτυκτο
ἔτευξα
ἔτης
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτίναξε
ἔτισε
ἔτλην
ἑτοιμάζω
ἑτοῖμος
ἔτορε
View word page
ἐτέτυκτο

3 sing. plupf. pass. τεύχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐτέτυκτο
Headword (normalized):
ἐτέτυκτο
Headword (normalized/stripped):
ετετυκτο
IDX:
4159
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4160
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. plupf. pass. τεύχω.</p>'}