Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔτεινε
ἔτεισε
ἐτειχίσσαντο
ἔτεκε
ἐτελέσθη
ἐτέλεσσα
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμεροι
ἕτερος
ἐτέρφθησαν
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἐτέταλτο
ἐτετεύχατο
ἔτετμε
ἐτέτυκτο
ἔτευξα
ἔτης
View word page
ἐτέρφθησαν
3 pl. aor. pass. τέρπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐτέρφθησαν
Headword (normalized):
ἐτέρφθησαν
Headword (normalized/stripped):
ετερφθησαν
IDX:
4151
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4152
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. pass. τέρπω.</p>'}