Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐτεθήπεα
ἔτεινε
ἔτεισε
ἐτειχίσσαντο
ἔτεκε
ἐτελέσθη
ἐτέλεσσα
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμεροι
ἕτερος
ἐτέρφθησαν
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἐτέταλτο
ἐτετεύχατο
ἔτετμε
ἐτέτυκτο
ἔτευξα
View word page
ἕτερος
-η, -ον.
Instrumental fem. ὲτέρηφι Il. 16.734, Il. 18.477, Il. 22.80.
ShortDef
the one; the other (of two)
Debugging
Headword:
ἕτερος
Headword (normalized):
ἕτερος
Headword (normalized/stripped):
ετερος
IDX:
4150
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4151
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον.</p> <p>Instrumental fem. ὲτέρηφι Il. 16.734, Il. 18.477, Il. 22.80.</p>'}