Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔσχισε
ἔσω
ἐτάλασσας
ἐτάνυσσα
ἐτάραξε
ἑταρίζω
ἑταῖρος
ἐταρπήτην
ἐτέθαπτο
ἐτεθήπεα
ἔτεινε
ἔτεισε
ἐτειχίσσαντο
ἔτεκε
ἐτελέσθη
ἐτέλεσσα
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμεροι
ἕτερος
ἐτέρφθησαν
View word page
ἔτεινε
3 sing. aor. τείνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔτεινε
Headword (normalized):
ἔτεινε
Headword (normalized/stripped):
ετεινε
IDX:
4141
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4142
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τείνω.</p>'}