Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἔσχατος
ἔσχε
ἔσχεθε
ἐσχέω
ἔσχισε
ἔσω
ἐτάλασσας
ἐτάνυσσα
ἐτάραξε
ἑταρίζω
ἑταῖρος
ἐταρπήτην
ἐτέθαπτο
ἐτεθήπεα
ἔτεινε
ἔτεισε
ἐτειχίσσαντο
ἔτεκε
ἐτελέσθη
View word page
ἐτάραξε

3 sing. aor. ταράσσω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐτάραξε
Headword (normalized):
ἐτάραξε
Headword (normalized/stripped):
εταραξε
IDX:
4135
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4136
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ταράσσω.</p>'}