Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἔσχατος
ἔσχε
ἔσχεθε
ἐσχέω
ἔσχισε
ἔσω
ἐτάλασσας
ἐτάνυσσα
ἐτάραξε
ἑταρίζω
ἑταῖρος
ἐταρπήτην
ἐτέθαπτο
ἐτεθήπεα
ἔτεινε
View word page
ἔσχισε

3 sing. aor. σχίζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔσχισε
Headword (normalized):
ἔσχισε
Headword (normalized/stripped):
εσχισε
IDX:
4131
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4132
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. σχίζω.</p>'}