Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἔσχατος
ἔσχε
ἔσχεθε
ἐσχέω
ἔσχισε
ἔσω
ἐτάλασσας
ἐτάνυσσα
ἐτάραξε
ἑταρίζω
ἑταῖρος
ἐταρπήτην
ἐτέθαπτο
View word page
ἔσχεθε

3 sing. aor. ἔχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔσχεθε
Headword (normalized):
ἔσχεθε
Headword (normalized/stripped):
εσχεθε
IDX:
4129
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4130
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἔχω.</p>'}