Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἔσχατος
ἔσχε
ἔσχεθε
ἐσχέω
ἔσχισε
ἔσω
ἐτάλασσας
ἐτάνυσσα
ἐτάραξε
ἑταρίζω
View word page
ἐσχατιά
-ῆς, ἡ
[ἔσχατος.]
ShortDef
the furthest part, edge, border, verge
Debugging
Headword:
ἐσχατιά
Headword (normalized):
ἐσχατιά
Headword (normalized/stripped):
εσχατια
IDX:
4126
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4127
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[ἔσχατος.]</p>'}