Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἔσχατος
ἔσχε
ἔσχεθε
ἐσχέω
View word page
ἔσφαξαν
3 pl. aor. σφάζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔσφαξαν
Headword (normalized):
ἔσφαξαν
Headword (normalized/stripped):
εσφαξαν
IDX:
4120
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4121
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. σφάζω.</p>'}