Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἔσχατος
ἔσχε
ἔσχεθε
View word page
ἐσφαγμένα

nom. pl. neut. pf. pple. pass. σφάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐσφαγμένα
Headword (normalized):
ἐσφαγμένα
Headword (normalized/stripped):
εσφαγμενα
IDX:
4119
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4120
Key:

Data

{'content': '<p>nom. pl. neut. pf. pple. pass. σφάζω.</p>'}