Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
ἐσχατάω
ἐσχατιά
View word page
ἐστυφέλιξε
3 sing. aor. στυφελίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐστυφέλιξε
Headword (normalized):
ἐστυφέλιξε
Headword (normalized/stripped):
εστυφελιξε
IDX:
4116
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4117
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. στυφελίζω.</p>'}