Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
ἐσχατάω
View word page
ἔστυγον
3 pl. aor. στυγέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔστυγον
Headword (normalized):
ἔστυγον
Headword (normalized/stripped):
εστυγον
IDX:
4115
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4116
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. στυγέω.</p>'}