Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
ἐσφορέω
ἐσχάρα
View word page
ἔστρωτο
3 sing. plupf. pass. στορέννυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔστρωτο
Headword (normalized):
ἔστρωτο
Headword (normalized/stripped):
εστρωτο
IDX:
4114
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4115
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. plupf. pass. στορέννυμι.</p>'}