Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
ἐσφήκωντο
View word page
ἐστόρεσε

3 sing. aor. στορέννυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐστόρεσε
Headword (normalized):
ἐστόρεσε
Headword (normalized/stripped):
εστορεσε
IDX:
4112
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4113
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. στορέννυμι.</p>'}