Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
ἔσφαξαν
ἐσφέρω
View word page
ἕστο
3 sing. plupf. mid. ἕννυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἕστο
Headword (normalized):
ἕστο
Headword (normalized/stripped):
εστο
IDX:
4111
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4112
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. plupf. mid. ἕννυμι.</p>'}