Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
ἕστωρ
ἐσφαγμένα
View word page
ἔστιχον
3 pl. aor. στείχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔστιχον
Headword (normalized):
ἔστιχον
Headword (normalized/stripped):
εστιχον
IDX:
4109
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4110
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. στείχω.</p>'}