Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
ἔστω
View word page
ἔστησε

3 sing. aor. ἵστημι A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔστησε
Headword (normalized):
ἔστησε
Headword (normalized/stripped):
εστησε
IDX:
4107
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4108
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἵστημι A.</p>'}