Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἕστασαν
ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
ἐστυφέλιξε
View word page
ἔστησαν

3 pl. aor. ἵστημι B.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔστησαν
Headword (normalized):
ἔστησαν
Headword (normalized/stripped):
εστησαν
IDX:
4106
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4107
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. ἵστημι B.</p>'}