Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔστασαν
ἕστασαν
ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
ἔστυγον
View word page
ἔστησαν
3 pl. aor. ἵστημι A.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔστησαν
Headword (normalized):
ἔστησαν
Headword (normalized/stripped):
εστησαν
IDX:
4105
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4106
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. ἵστημι A.</p>'}