Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἑσταότ-
ἔστασαν
ἕστασαν
ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
ἐστρατόωντο
ἔστρωτο
View word page
ἐστήριξε
3 sing. aor. στηρίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐστήριξε
Headword (normalized):
ἐστήριξε
Headword (normalized/stripped):
εστηριξε
IDX:
4104
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4105
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. στηρίζω.</p>'}