Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἑστάμεν
ἔσταν
ἑσταότ-
ἔστασαν
ἕστασαν
ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
ἐστόρεσε
View word page
ἔστην
aor. ἵστημι B.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔστην
Headword (normalized):
ἔστην
Headword (normalized/stripped):
εστην
IDX:
4102
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4103
Key:
Data
{'content': '<p>aor. ἵστημι B.</p>'}