Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἕσταμεν
ἑστάμεν
ἔσταν
ἑσταότ-
ἔστασαν
ἕστασαν
ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
ἔστησαν
ἔστησε
ἔστι
ἔστιχον
ἐστιχόωντο
ἕστο
View word page
ἑστήκει(ν)

3 sing. plupf. ἵστημι C.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑστήκει(ν)
Headword (normalized):
ἑστήκει(ν)
Headword (normalized/stripped):
εστηκει(ν)
IDX:
4101
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4102
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. plupf. ἵστημι C.</p>'}