Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔσσυται
ἔσσυτο
ἔσσω
ἐστάθη
ἕσταθι
ἔσται
ἕσταμεν
ἑστάμεν
ἔσταν
ἑσταότ-
ἔστασαν
ἕστασαν
ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
ἔστην
ἐστήρικτο
ἐστήριξε
ἔστησαν
View word page
ἔστασαν

3 pl. aor. ἵστημι A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔστασαν
Headword (normalized):
ἔστασαν
Headword (normalized/stripped):
εστασαν
IDX:
4095
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4096
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. ἵστημι A.</p>'}