Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔσσυμαι
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἔσσυο
ἔσσυται
ἔσσυτο
ἔσσω
ἐστάθη
ἕσταθι
ἔσται
ἕσταμεν
ἑστάμεν
ἔσταν
ἑσταότ-
ἔστασαν
ἕστασαν
ἑστᾶσι
ἔστε
ἐστέ
ἕστηκε
ἑστήκει(ν)
View word page
ἕσταμεν
1 pl. plupf. ἵστημι C.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἕσταμεν
Headword (normalized):
ἕσταμεν
Headword (normalized/stripped):
εσταμεν
IDX:
4091
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4092
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. plupf. ἵστημι C.</p>'}