Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἕσσαι
ἕσσατο
ἐσσείοντο
ἐσσεῖται
ἔσσευα
ἐσσί
ἕσσο
ἔσσο
ἔσσομαι
ἔσσυμαι
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἔσσυο
ἔσσυται
ἔσσυτο
ἔσσω
ἐστάθη
ἕσταθι
ἔσται
ἕσταμεν
ἑστάμεν
View word page
ἐσσύμενος
pf. pple. mid. σεύω.
ShortDef
hurrying, vehement, eager, impetuous
Debugging
Headword:
ἐσσύμενος
Headword (normalized):
ἐσσύμενος
Headword (normalized/stripped):
εσσυμενος
IDX:
4082
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4083
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. mid. σεύω.</p>'}