Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔσομαι
ἐσοράω
ἐσόψομαι
ἔσπασε
ἔσπεισαν
ἔσπεο
ἕσπερα
ἑσπέριος
ἕσπερος
ἔσπετε
ἕσπετο
ἕσσα
ἕσσαι
ἕσσαι
ἕσσατο
ἐσσείοντο
ἐσσεῖται
ἔσσευα
ἐσσί
ἕσσο
ἔσσο
View word page
ἕσπετο
3 sing. aor. mid. ἕπω2.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἕσπετο
Headword (normalized):
ἕσπετο
Headword (normalized/stripped):
εσπετο
IDX:
4069
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4070
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. ἕπω2.</p>'}