Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐσίδεσκε
ἐσίζω
ἐσίημι
ἐσκαταβαίνω
ἐσκέδασε
ἔσκον
ἐσμαίομαι
ἔσομαι
ἐσοράω
ἐσόψομαι
ἔσπασε
ἔσπεισαν
ἔσπεο
ἕσπερα
ἑσπέριος
ἕσπερος
ἔσπετε
ἕσπετο
ἕσσα
ἕσσαι
ἕσσαι
View word page
ἔσπασε

3 sing. aor. σπάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔσπασε
Headword (normalized):
ἔσπασε
Headword (normalized/stripped):
εσπασε
IDX:
4062
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4063
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. σπάω.</p>'}