Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔσθορε
ἔσθος
ἐσθρῴσκω
ἔσθω
ἔσιδε
ἐσιδέσθην
ἐσίδεσκε
ἐσίζω
ἐσίημι
ἐσκαταβαίνω
ἐσκέδασε
ἔσκον
ἐσμαίομαι
ἔσομαι
ἐσοράω
ἐσόψομαι
ἔσπασε
ἔσπεισαν
ἔσπεο
ἕσπερα
ἑσπέριος
View word page
ἐσκέδασε

3 sing. aor. σκεδάννυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐσκέδασε
Headword (normalized):
ἐσκέδασε
Headword (normalized/stripped):
εσκεδασε
IDX:
4056
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4057
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. σκεδάννυμι.</p>'}