Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐσεμάσσατο
ἐσέρχομαι
ἐσέχυντο
ἐσήλατο
ἐσημήναντο
ἔσηνε
ἕσθην
ἐσθής
ἐσθίω
ἐσθλός
ἔσθορε
ἔσθος
ἐσθρῴσκω
ἔσθω
ἔσιδε
ἐσιδέσθην
ἐσίδεσκε
ἐσίζω
ἐσίημι
ἐσκαταβαίνω
ἐσκέδασε
View word page
ἔσθορε
3 sing. aor. ἐσθρῴσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔσθορε
Headword (normalized):
ἔσθορε
Headword (normalized/stripped):
εσθορε
IDX:
4046
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4047
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐσθρῴσκω.</p>'}