Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
ἔρριψε
ἐρρύσατο
ἔρρω
ἐρρώσαντο
ἔρσα
ἑρσήεις
ἐρύγμηλος
ἐρυγόντα
ἐρυθαίνω
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρυκάνω
ἐρύκω
ἔρυμα
ἐρύξω
ἐρύσαντο
ἐρυσάρματες
ἐρύσατο
ἔρυσε
View word page
ἐρυθαίνω

[ἐρυθ-, ἐρυθρός.]

ShortDef

dye red, mid. become red

Debugging

Headword:
ἐρυθαίνω
Headword (normalized):
ἐρυθαίνω
Headword (normalized/stripped):
ερυθαινω
IDX:
3986
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3987
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐρυθ-, ἐρυθρός.]</p>'}