Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔρρηξε
ἔρριγα
ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
ἔρριψε
ἐρρύσατο
ἔρρω
ἐρρώσαντο
ἔρσα
ἑρσήεις
ἐρύγμηλος
ἐρυγόντα
ἐρυθαίνω
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρυκάνω
ἐρύκω
ἔρυμα
ἐρύξω
ἐρύσαντο
ἐρυσάρματες
View word page
ἐρύγμηλος

[app., with -ηλος (cf. ὑψηλός) fr. ἐρυγμός,

sb. fr. ἐρυγ-, ἐρεύγομαι.]

Bellowing Il. 18.580.

ShortDef

loud-bellowing

Debugging

Headword:
ἐρύγμηλος
Headword (normalized):
ἐρύγμηλος
Headword (normalized/stripped):
ερυγμηλος
IDX:
3984
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3985
Key:

Data

{'content': '<p>[app., with -ηλος (cf. ὑψηλός) fr. ἐρυγμός,</p> <p>sb. fr. ἐρυγ-, ἐρεύγομαι.]</p> <p>Bellowing Il. 18.580.</p>'}