Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔρρεξε
ἔρρηξε
ἔρριγα
ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
ἔρριψε
ἐρρύσατο
ἔρρω
ἐρρώσαντο
ἔρσα
ἑρσήεις
ἐρύγμηλος
ἐρυγόντα
ἐρυθαίνω
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρυκάνω
ἐρύκω
ἔρυμα
ἐρύξω
ἐρύσαντο
View word page
ἑρσήεις
-εντος
[ἕρση.]
With prothetic ἐ, ἐερσήεις Il. 24.419.
ShortDef
dewy, dew-besprent
Debugging
Headword:
ἑρσήεις
Headword (normalized):
ἑρσήεις
Headword (normalized/stripped):
ερσηεις
IDX:
3983
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3984
Key:
Data
{'content': '<p>-εντος</p> <p>[ἕρση.]</p> <p>With prothetic ἐ, ἐερσήεις Il. 24.419.</p>'}