Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐρραίσθη
ἔρρεε
ἔρρεξε
ἔρρηξε
ἔρριγα
ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
ἔρριψε
ἐρρύσατο
ἔρρω
ἐρρώσαντο
ἔρσα
ἑρσήεις
ἐρύγμηλος
ἐρυγόντα
ἐρυθαίνω
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρυκάνω
ἐρύκω
ἔρυμα
View word page
ἐρρώσαντο
3 pl. aor. ῥώομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐρρώσαντο
Headword (normalized):
ἐρρώσαντο
Headword (normalized/stripped):
ερρωσαντο
IDX:
3981
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3982
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. ῥώομαι.</p>'}