Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐρράδαται
ἐρραίσθη
ἔρρεε
ἔρρεξε
ἔρρηξε
ἔρριγα
ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
ἔρριψε
ἐρρύσατο
ἔρρω
ἐρρώσαντο
ἔρσα
ἑρσήεις
ἐρύγμηλος
ἐρυγόντα
ἐρυθαίνω
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρυκάνω
ἐρύκω
View word page
ἔρρω
(ϝέρρω).
ShortDef
be gone
[Aeol.]
Debugging
Headword:
ἔρρω
Headword (normalized):
ἔρρω
Headword (normalized/stripped):
ερρω
IDX:
3980
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3981
Key:
Data
{'content': '<p>(ϝέρρω).</p>'}