Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔροιτο
ἔρος
ἑρπετός
ἑρπύζω
ἕρπω
ἐρράδαται
ἐρραίσθη
ἔρρεε
ἔρρεξε
ἔρρηξε
ἔρριγα
ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
ἔρριψε
ἐρρύσατο
ἔρρω
ἐρρώσαντο
ἔρσα
ἑρσήεις
ἐρύγμηλος
ἐρυγόντα
View word page
ἔρριγα
pf. ῥιγέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔρριγα
Headword (normalized):
ἔρριγα
Headword (normalized/stripped):
ερριγα
IDX:
3975
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3976
Key:
Data
{'content': '<p>pf. ῥιγέω.</p>'}