Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔρξω
ἔροιτο
ἔρος
ἑρπετός
ἑρπύζω
ἕρπω
ἐρράδαται
ἐρραίσθη
ἔρρεε
ἔρρεξε
ἔρρηξε
ἔρριγα
ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
ἔρριψε
ἐρρύσατο
ἔρρω
ἐρρώσαντο
ἔρσα
ἑρσήεις
ἐρύγμηλος
View word page
ἔρρηξε

3 sing. aor. ῥήγνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔρρηξε
Headword (normalized):
ἔρρηξε
Headword (normalized/stripped):
ερρηξε
IDX:
3974
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3975
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ῥήγνυμι.</p>'}